τζάντζαλο

τζάντζαλο
τζάντζαλο, το και τζάτζαλο, το
κουρέλι, ράκος, τσούλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τζάντζαλο — το / τζάντζαλον, ΝΜ, και τσάτσαλο, Ν, και τζάτζαλον Μ κουρελιασμένο ρούχο, κουρέλι, ράκος νεοελλ. στον πληθ. τα τζάντζαλα άχρηστα, παλιά αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cencio (με υποκορ. cencerello) «κουρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • τζάτζαλον — τὸ, Μ βλ. τζάντζαλο …   Dictionary of Greek

  • τσάντζαλο — το, Ν βλ. τζάντζαλο …   Dictionary of Greek

  • τζάτζαλο — το άκλ., βλ. τζάντζαλο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάντζαλο — το βλ. τζάντζαλο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”